δρεπανωτός

δρεπανωτός
-ή, -ό (Μ δρεπανωτός, -ή, -όν)
δρεπανοειδής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δρεπανωτός — ή, ό δρεπανοειδής: Με κυνηγούσε με δρεπανωτό μαχαίρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”