- δρεπανωτός
- -ή, -ό (Μ δρεπανωτός, -ή, -όν)δρεπανοειδής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δρεπανωτός — ή, ό δρεπανοειδής: Με κυνηγούσε με δρεπανωτό μαχαίρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)